↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταλέντο τα ταλέντα
      γενική του ταλέντου των ταλέντων
    αιτιατική το ταλέντο τα ταλέντα
     κλητική ταλέντο ταλέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική talento < λατινική talentum < αρχαία ελληνική τάλαντον (αντιδάνειο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taˈlen.do/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταλέντο ουδέτερο

  1. το φυσικό χάρισμα, η πέραν του συνηθισμένου ικανότητα και επιδεξιότητα που παρουσιάζουν ορισμένα άτομα σε έναν τομέα, συχνά ήδη από τα πρώτα στάδια της ενασχόλησής τους με αυτόν
     συνώνυμα: τάλαντο
    ο Μότσαρτ από πολύ μικρή ηλικία έδειξε ότι έχει ένα τεράστιο ταλέντο στη μουσική
    ο Δημήτρης από βρεφική ηλικία έδειξε ότι έχει τεράστιο ταλέντο παντού
  2. το άτομο που έχει ξεχωριστές ικανότητες σε έναν τομέα
    ο Μότσαρτ από πολύ μικρή ηλικία έδειξε ότι ήταν ένα πολύ μεγάλο ταλέντο στη μουσική

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία