Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τάλαντο τα τάλαντα
      γενική του ταλάντου
τάλαντου
των ταλάντων
    αιτιατική το τάλαντο τα τάλαντα
     κλητική τάλαντο τάλαντα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάλαντο < αρχαία ελληνική τάλαντον (ισορροπία, ζυγός, μονάδα βάρους) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tl̥h₂ent- < *telh₂-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάλαντο ουδέτερο

  1. μονάδα βάρους κατά την αρχαιότητα, καθώς και το χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε σε χρυσό ή ασήμι αυτού του βάρους (το ακριβές βάρος διέφερε ανάλογα με την εποχή και την περιοχή)
  2. η έμφυτη ικανότητα, το ταλέντο, το φυσικό χάρισμα, η πέραν του συνηθισμένου ικανότητα και επιδεξιότητα που παρουσιάζουν ορισμένα άτομα σε έναν τομέα, συχνά ήδη από τα πρώτα στάδια της ενασχόλησής τους με αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία