Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταλαντούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταλαντούχ
ος
η
ταλαντούχ
α
το
ταλαντούχ
ο
γενική
του
ταλαντούχ
ου
της
ταλαντούχ
ας
του
ταλαντούχ
ου
αιτιατική
τον
ταλαντούχ
ο
την
ταλαντούχ
α
το
ταλαντούχ
ο
κλητική
ταλαντούχ
ε
ταλαντούχ
α
ταλαντούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταλαντούχ
οι
οι
ταλαντούχ
ες
τα
ταλαντούχ
α
γενική
των
ταλαντούχ
ων
των
ταλαντούχ
ων
των
ταλαντούχ
ων
αιτιατική
τους
ταλαντούχ
ους
τις
ταλαντούχ
ες
τα
ταλαντούχ
α
κλητική
ταλαντούχ
οι
ταλαντούχ
ες
ταλαντούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταλαντούχος
<
τάλαντο
+
-ούχος
( <
έχω
)
Επίθετο
επεξεργασία
ταλαντούχος
που έχει
τάλαντο
,
ταλέντο
, έμφυτη ικανότητα σε κάποιο τομέα
ο
ταλαντούχος
νεαρός τραγουδιστής
Αντώνυμα
επεξεργασία
ατάλαντος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταλαντούχος
αγγλικά
:
talented
(en)
γαλλικά
:
talentueux
(fr)