↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταλαντούχος η ταλαντούχα το ταλαντούχο
      γενική του ταλαντούχου της ταλαντούχας του ταλαντούχου
    αιτιατική τον ταλαντούχο την ταλαντούχα το ταλαντούχο
     κλητική ταλαντούχε ταλαντούχα ταλαντούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταλαντούχοι οι ταλαντούχες τα ταλαντούχα
      γενική των ταλαντούχων των ταλαντούχων των ταλαντούχων
    αιτιατική τους ταλαντούχους τις ταλαντούχες τα ταλαντούχα
     κλητική ταλαντούχοι ταλαντούχες ταλαντούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλαντούχος < τάλαντο + -ούχος ( < έχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ταλαντούχος

  1. που έχει τάλαντο, ταλέντο, έμφυτη ικανότητα σε κάποιο τομέα
    ο ταλαντούχος νεαρός τραγουδιστής

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία