πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προίκα οι προίκες
      γενική της προίκας των προικών
    αιτιατική την προίκα τις προίκες
     κλητική προίκα προίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προίκα θηλυκό (γενική: προίκας και προικός)

  1. τα περιουσιακά στοιχεία (κυρίως ακίνητα και χρήματα) που στις παραδοσιακές κοινωνίες έδινε η οικογένεια της νύφης στο γαμπρό για την οικονομική εξασφάλιση της νέας οικογένειας
  2. τα είδη ρουχισμού και τα λοιπά κινητά αντικείμενα που ετοίμαζε η νύφη και η οικογένειά της για τον εξοπλισμό του νέου σπιτικού
      είδη προικός
  3. (μεταφορικά) η αναγκαία χρηματοδότηση για ένα έργο
      5% του προϋπολογισμού προίκα για την παιδεία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία