προικοδότηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προικοδότηση | οι | προικοδοτήσεις |
γενική | της | προικοδότησης* | των | προικοδοτήσεων |
αιτιατική | την | προικοδότηση | τις | προικοδοτήσεις |
κλητική | προικοδότηση | προικοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προικοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προικοδότηση < προικοδοτώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
προικοδότηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προικοδοτώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προικοδότηση
|