Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προικοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προικοδοτώ
  2. θα προικοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προικοδοτώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

προικοδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προικοδότηση