γαμπρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαμπρός | οι | γαμπροί |
γενική | του | γαμπρού | των | γαμπρών |
αιτιατική | τον | γαμπρό | τους | γαμπρούς |
κλητική | γαμπρέ | γαμπροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαμπρός < μεσαιωνική ελληνική γαμπρός < αρχαία ελληνική γαμβρός < γαμέω (συγγένεια από γάμο ή ερωτική σχέση)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαμπρός αρσενικό
- ο άντρας που παντρεύεται ή νυμφεύεται
- ο γαμπρός περίμενε τη νύφη στα σκαλιά της εκκλησίας
- γιατί ντύθηκες σαν γαμπρός;
- ο αρραβωνιαστικός
- ο όμορφος ή εύπορος νέος που πολλοί επιθυμούν να παντρέψουν με το παιδί τους
- (ειρωνικό) νέος που συχνάζει σε μέρος που υπάρχουν κορίτσια ή τα «κυνηγάει» φλερτάροντάς τα
- ο σύζυγος της κόρης μου, της αδελφής μου ή γενικότερα κάποιας συγγενή μου
- έρχεται η κόρη μου με το γαμπρό μου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ο άντρας που παντρεύεται
ο σύζυγος της κόρης μου ή του γιου μου
ο σύζυγος της αδελφής μου ή του αδελφού μου