Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
groom grooms

groom (en)

  1. ο ιπποκόμος
  2. ο νεόνυμφος
  3. ο αξιωματικός των ανακτόρων (στην υπηρεσία του βασιλικού υπνοδωματίου)
ενεστώτας groom
γ΄ ενικό ενεστώτα grooms
αόριστος groomed
παθητική μετοχή groomed
ενεργητική μετοχή grooming

groom (en)

  1. επιδένω (άλογα, κλπ.)
  2. προετοιμάζω (για μία θέση στην πολιτική κλπ.)