groom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
groom | grooms |
groom (en)
- ο ιπποκόμος
- ο νεόνυμφος
- ο αξιωματικός των ανακτόρων (στην υπηρεσία του βασιλικού υπνοδωματίου)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | groom |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grooms |
αόριστος | groomed |
παθητική μετοχή | groomed |
ενεργητική μετοχή | grooming |
groom (en)
- επιδένω (άλογα, κλπ.)
- προετοιμάζω (για μία θέση στην πολιτική κλπ.)