νεόνυμφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νεόνυμφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεόνυμφος < αρχαία ελληνική νέος, νεό- + νύμφη + -ος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /neˈo.niɱ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ό‐νυμ‐φος
Επίθετο
επεξεργασία
νεόνυμφος, -η, -ο
- που έχει πρόσφατα παντρευτεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νεόνυμφος < νέος, νεό- + αρχαία ελληνική νύμφη + -ος
Επίθετο
επεξεργασία
νεόνυμφος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία
- νεόνυμφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.