Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεόνυμφος η νεόνυμφη το νεόνυμφο
      γενική του νεόνυμφου της νεόνυμφης του νεόνυμφου
    αιτιατική τον νεόνυμφο τη νεόνυμφη το νεόνυμφο
     κλητική νεόνυμφε νεόνυμφη νεόνυμφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεόνυμφοι οι νεόνυμφες τα νεόνυμφα
      γενική των νεόνυμφων των νεόνυμφων των νεόνυμφων
    αιτιατική τους νεόνυμφους τις νεόνυμφες τα νεόνυμφα
     κλητική νεόνυμφοι νεόνυμφες νεόνυμφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεόνυμφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεόνυμφος < αρχαία ελληνική νέος, νεό- + νύμφη + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /neˈo.niɱ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ό‐νυμ‐φος

  Επίθετο επεξεργασία

νεόνυμφος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νεόνυμφος τὸ νεόνυμφον
      γενική τοῦ/τῆς νεονύμφου τοῦ νεονύμφου
      δοτική τῷ/τῇ νεονύμφ τῷ νεονύμφ
    αιτιατική τὸν/τὴν νεόνυμφον τὸ νεόνυμφον
     κλητική ! νεόνυμφε νεόνυμφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νεόνυμφοι τὰ νεόνυμφ
      γενική τῶν νεονύμφων τῶν νεονύμφων
      δοτική τοῖς/ταῖς νεονύμφοις τοῖς νεονύμφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νεονύμφους τὰ νεόνυμφ
     κλητική ! νεόνυμφοι νεόνυμφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νεονύμφω τὼ νεονύμφω
      γεν-δοτ τοῖν νεονύμφοιν τοῖν νεονύμφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεόνυμφος < νέος, νεό- + αρχαία ελληνική νύμφη + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

νεόνυμφος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία