νιόπαντρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɲo.pan.dɾos/
Επίθετο επεξεργασία
νιόπαντρος, -η, -ο
- που πρόσφατα παντρεύτηκε
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιόπαντρος