Ετυμολογία

επεξεργασία
νιο- < νι(ος) + -ο- [1] Συγκρίνετε με το νεο- < νέο(ς)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɲo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νιο- (μονοσύλλαβο)

  Πρόθημα

επεξεργασία

νιο- ή νιό-

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία