νιο-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɲo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νιο- (μονοσύλλαβο)
Πρόθημα επεξεργασία
νιο- ή νιό-
- (προφορικό, λαϊκότροπο) πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έγινε πρόσφατα
Σύνθετα επεξεργασία
- νιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νιο- στο Βικιλεξικό
- νιό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νιό- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις που αρχίζουν με νιο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιο-
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νιο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας