νεο-
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νεο- < αρχαία ελληνική νεο- (νέ(ος) + -ο-) ή λόγιο δάνειο από τη διαγλωσσική ορολογία neo-[1]
ΠρόθημαΕπεξεργασία
νεο-, νεό- (ή νε- πριν από φωνήεν)
- πρόθημα που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νεο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νεό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νε- στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- (αρχαία ελληνικά:) νεω- < ναῦς
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «νεο-» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νεο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεο- < νέ(ος) + -ο-
ΠρόθημαΕπεξεργασία
'νεο-, νεό-
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα νεο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα νεό- στο Βικιλεξικό
- με το νε-, παράγωγο υποκοριστικό: νεούτσικος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠρόθημαΕπεξεργασία
νεο-, νεό- (ή νε- πριν από φωνήεν)