νε-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πρόθημα επεξεργασία
νε-
- άλλη μορφή του νεο- πριν από φωνήεν
Σύνθετα επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Πρόθημα επεξεργασία
νε-, νέ-
- άλλη μορφή του νεο- πριν από φωνήεν
Σύνθετα επεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα νε- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα νέ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις νε- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- * νε- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ne (όπως και τ σανσκριτικό na, λατινικό ne). Από τη συνεσταλμένη βαθμίδα του *ṇ προήλθε το στερητικό μόριο α-/αν-
Πρόθημα επεξεργασία
* νε-