Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νε- < νεο- όταν ακολουθείται από φωνήεν

  Πρόθημα επεξεργασία

νε-

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

νε- < νεο- όταν ακολουθείται από φωνήεν

  Πρόθημα επεξεργασία

νε-, νέ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

* νε- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ne (όπως και τ σανσκριτικό na, λατινικό ne). Από τη συνεσταλμένη βαθμίδα του *ṇ προήλθε το στερητικό μόριο α-/αν-

  Πρόθημα επεξεργασία

* νε-

  • αμάρτυρος τύπος του νη- (αχώριστο μόριο ως πρόθημα σύνθετων λέξεων που δίνει την αντίθετη σημασία απ' αυτήν που δηλώνει το β´ συνθετικό:
    *νε- + ἄνεμος > νή-νεμ- + -ος > νήνεμος