Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νήνεμος η νήνεμη το νήνεμο
      γενική του νήνεμου της νήνεμης του νήνεμου
    αιτιατική τον νήνεμο τη νήνεμη το νήνεμο
     κλητική νήνεμε νήνεμη νήνεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νήνεμοι οι νήνεμες τα νήνεμα
      γενική των νήνεμων των νήνεμων των νήνεμων
    αιτιατική τους νήνεμους τις νήνεμες τα νήνεμα
     κλητική νήνεμοι νήνεμες νήνεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νήνεμος < αρχαία ελληνική νήνεμος < νη- + ἄνεμος

  Επίθετο επεξεργασία

νήνεμος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά, αρχαιοπρεπές) που δεν επηρεάζεται από άνεμο, σε νηνεμία ή άπνοια
  2. (κυριολεκτικά, αρχαιοπρεπές) (για τόπο) απάγκιος, απάνεμος
  3. (μεταφορικά, αρχαιοπρεπές) γαλήνιος, ατάραχος, ήσυχος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία