Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νηνεμία, -ας θηλυκό

  • (μετεωρολογία) άπνοια
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 197c
    εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην
    νηνεμίαν, ἀνέμων κοίτην ὕπνον τ᾽ ἐνὶ κήδει.
    Στον κόσμο μας ειρήνη·
    απανεμιά στα πέλαγα, γαλήνη·
    ανέμων καταλάγιασμα, ύπνο στον πονεμένο.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greeklanguage.gr
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ηθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 160f
    ἡ μὲν σελήνη κατέλαμπεν εἰς τὴν θάλατταν, οὐκ ὄντος δὲ πνεύματος ἀλλὰ νηνεμίας καὶ γαλήνης,
    Το φεγγάρι λαμποκοπούσε πάνω στη θάλασσα, και ενώ δεν φυσούσε καθόλου αλλά υπήρχε απόλυτη νηνεμία και γαλήνη,
    Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής, @greeklanguage.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία