κάλμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάλμα | οι | κάλμες |
γενική | της | κάλμας | — | |
αιτιατική | την | κάλμα | τις | κάλμες |
κλητική | κάλμα | κάλμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάλμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική calma < υστερολατινική cauma < αρχαία ελληνική καῦμα < καίω (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάλμα θηλυκό
Επιφώνημα επεξεργασία
κάλμα θηλυκό