Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άπνοια οι άπνοιες
      γενική της άπνοιας των απνοιών
    αιτιατική την άπνοια τις άπνοιες
     κλητική άπνοια άπνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. άπνοια < αρχαία ελληνική ἄπνοια < στερητικό ἀ- + πνοή
  2. άπνοια < νεολατινική apnoea < στερητικό a- + αρχαία ελληνική πνοή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άπνοια θηλυκό

  1. η μη ύπαρξη ανέμου, συνήθως όταν αναφερόμαστε στην αρνητική της πλευρά
     αντώνυμα: αέρας
  2. η παρατεταμένη ανυπαρξία αναπνοής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία