αταραξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αταραξία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αταραξία θηλυκό
- ψυχική γαλήνη
- απάθεια, ασυγκινησία
- ψυχραιμία
- η αταραξία που έδειξε μόλις έμαθε τα νέα με ξάφνιασε