Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακαλμάριστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακαλμάριστ
ος
η
ακαλμάριστ
η
το
ακαλμάριστ
ο
γενική
του
ακαλμάριστ
ου
της
ακαλμάριστ
ης
του
ακαλμάριστ
ου
αιτιατική
τον
ακαλμάριστ
ο
την
ακαλμάριστ
η
το
ακαλμάριστ
ο
κλητική
ακαλμάριστ
ε
ακαλμάριστ
η
ακαλμάριστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακαλμάριστ
οι
οι
ακαλμάριστ
ες
τα
ακαλμάριστ
α
γενική
των
ακαλμάριστ
ων
των
ακαλμάριστ
ων
των
ακαλμάριστ
ων
αιτιατική
τους
ακαλμάριστ
ους
τις
ακαλμάριστ
ες
τα
ακαλμάριστ
α
κλητική
ακαλμάριστ
οι
ακαλμάριστ
ες
ακαλμάριστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακαλμάριστος
<
α-
+
καλμάρω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακαλμάριστος, -η, -ο
που δεν έχει
καλμάρει
ή δεν μπορεί να
καλμάρει
Συνώνυμα
επεξεργασία
αγαλήνευτος
ακατεύναστος
ανειρήνευτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κάλμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακαλμάριστος
αγγλικά
:
uncalmed
(en)