ανειρήνευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανειρήνευτος < μεσαιωνική ελληνική ανειρήνευτος < α- + αρχαία ελληνική εἰρηνεύω < εἰρήνη
Επίθετο
επεξεργασίαανειρήνευτος, -η, -ο
- που δεν έχει ειρηνεύσει ή δεν μπορεί να ειρηνεύσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανειρήνευτα
- → δείτε τις λέξεις ειρηνεύω και ειρήνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανειρήνευτος