Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ειρηνεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα Επεξεργασία

ειρηνεύω

  1. κατευνάζω, ηρεμώ
  2. (ευφημισμός) πεθαίνω (για κληρικούς)

  Μεταφράσεις Επεξεργασία