Ετυμολογία

επεξεργασία
πεθαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεθαίνω < ἀπεθαίνω < αρχαία ελληνική ἀποθνῄσκω → και δείτε περισσότερα στο μεσαιωνικό πεθαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈθe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐θαί‐νω

πεθαίνω, πρτ.: πέθαινα, αόρ.: πέθανα, μτχ.π.π.: πεθαμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φεύγω από τη ζωή, σταματάνε όλες οι σωματικές λειτουργίες μου που χρειάζονται για τη στήριξη της ζωής
    ※  Κώστας Ουράνης 1890-1953, Θα πεθάνω ένα πένθιμο... [ποίημα, οι πρώτοι στίχοι]
    Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
    μέσ’ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
     αντώνυμα: ζω
  2. σταματάει η ύπαρξή μου
    ⮡  Δεν ξέρουμε πόσες ανθρώπινες γλώσσες πεθαίνουν κάθε χρόνο.
  3. θέλω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, έχω έντονη επιθυμία
    ⮡  Η κοπέλα πεθαίνει για σένα, φαίνεται στα μάτια της πως σ' αγαπάει.
    ⮡  Πεθαίνω για ένα παγωτό, αλλά κάνω δίαιτα...
  4. νιώθω μία δυσάρεστη αίσθηση που δύσκολα την αντέχω
    ⮡  Με πέθανε απ' τον πόνο το δόντιο μου.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

→ και δείτε εκφράσεις στο αποθνήσκω και πεθαμένος

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεθαίνω < ἀπεθαίνω με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος < αρχαία ελληνική ἀποθνῄσκω + -αίνω με θέμα όπως στον αόριστο ἀπέθανον [1] < ἀπό + θνῄσκω

πεθαίνω