πεθαμενατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεθαμενατζής αρσενικό
- (οικείο, επάγγελμα) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος γραφείου κηδειών
- (οικείο, επάγγελμα) νεκροθάφτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεθαμενατζής
|
πεθαμενατζής αρσενικό
|