Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μισοπεθαμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μισοπεθαμέν
ος
η
μισοπεθαμέν
η
το
μισοπεθαμέν
ο
γενική
του
μισοπεθαμέν
ου
της
μισοπεθαμέν
ης
του
μισοπεθαμέν
ου
αιτιατική
τον
μισοπεθαμέν
ο
τη
μισοπεθαμέν
η
το
μισοπεθαμέν
ο
κλητική
μισοπεθαμέν
ε
μισοπεθαμέν
η
μισοπεθαμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μισοπεθαμέν
οι
οι
μισοπεθαμέν
ες
τα
μισοπεθαμέν
α
γενική
των
μισοπεθαμέν
ων
των
μισοπεθαμέν
ων
των
μισοπεθαμέν
ων
αιτιατική
τους
μισοπεθαμέν
ους
τις
μισοπεθαμέν
ες
τα
μισοπεθαμέν
α
κλητική
μισοπεθαμέν
οι
μισοπεθαμέν
ες
μισοπεθαμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μισοπεθαμένος
<
μισο-
(<
μισός
) +
πεθαμένος
Μετοχή
επεξεργασία
μισοπεθαμένος
αρσενικό
που είναι κατά το
ήμισυ
πεθαμένος
, που έχει σχεδόν πεθάνει,
ημιθανής
Αντώνυμα
επεξεργασία
μισοζώντανος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μισοπεθαμένος
γαλλικά
:
à moitié mort
(fr)