Δείτε επίσης: μεσο-
ΔΦΑ : /mi.so/

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Πρόθημα 1

επεξεργασία

μισο-, μισό- (και μισ-, συνήθως πριν από α)

  1. δίνει στο ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, ή επίρρημα που το ακολουθεί την ιδέα ότι του μισού, του λειψού, του μη τελειωμένου
    μισογεμάτος
  2. σχεδόν
    μισοτελειώνω
    μισότρελος
    μισανοίγω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • μισό-
  • μισ- (πριν από φωνήεν, συνήθως [a])

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  •  δείτε και τη λέξη ημι-

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Πρόθημα 2

επεξεργασία

μισο- και μισ-

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • μισ- (πριν από φωνήεν, συνήθως [a])

Μεταφράσεις

επεξεργασία