Δείτε επίσης: μεσο-

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.so/

  Ετυμολογία 1Επεξεργασία

μισο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μισο- < μισ(ός) + -ο-< αρχαία ελληνική ἥμισυς. Μερικές φορές και παρετυμολογικά → δείτε τη λέξη μεσο-

  Πρόθημα 1Επεξεργασία

μισο-, μισό- (και μισ-, συνήθως πριν από α)

  1. δίνει στο ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, ή επίρρημα που το ακολουθεί την ιδέα ότι του μισού, του λειψού, του μη τελειωμένου
    μισογεμάτος
  2. σχεδόν
    μισοτελειώνω
    μισότρελος
    μισανοίγω

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • μισό-
  • μισ- (πριν από φωνήεν, συνήθως [a])

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

μισο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μισο- < μισ(έω) + -ο- (μισώ)

  Πρόθημα 2Επεξεργασία

μισο- και μισ-

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • μισ- (πριν από φωνήεν, συνήθως [a])

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία