μισο-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- μισο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μισο- < μισ(ός) + -ο-< αρχαία ελληνική ἥμισυς. Μερικές φορές και παρετυμολογικά → δείτε τη λέξη μεσο-
Πρόθημα 1 επεξεργασία
μισο-, μισό- (και μισ-, συνήθως πριν από α)
- δίνει στο ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, ή επίρρημα που το ακολουθεί την ιδέα ότι του μισού, του λειψού, του μη τελειωμένου
- σχεδόν
Άλλες μορφές επεξεργασία
- μισό-
- μισ- (πριν από φωνήεν, συνήθως [a])
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μισο- από το μισός στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μισό- από το μισός στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μισ- από το μισός στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε και τη λέξη ημι-
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μισο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μισο- < μισ(έω) + -ο- (μισώ)
Πρόθημα 2 επεξεργασία
μισο- και μισ-
Άλλες μορφές επεξεργασία
- μισ- (πριν από φωνήεν, συνήθως [a])
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μισο- από το μισώ στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μισ- από το μισώ στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις επεξεργασία