Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισοτελειώνω < μισο- (<μισός) + τελειώνω

  Ρήμα επεξεργασία

μισοτελειώνω

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία