μισοτελειώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μισοτελειώνω
- αφήνω ανολοκλήρωτη μια εργασία, την φτάνω σχεδόν στο τέλος
Αντώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισοτελειώνω
|
μισοτελειώνω
|