μισανοίγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμισανοίγω
- ανοίγω κατά το ήμισυ ή λίγο, όχι εντελώς
- (για φυτά) αρχίζω να βλασταίνω ή να βγάζω φύλλα ή να μπουμπουκιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μισανοίγω | μισάνοιγα | θα μισανοίγω | να μισανοίγω | μισανοίγοντας | |
β' ενικ. | μισανοίγεις | μισάνοιγες | θα μισανοίγεις | να μισανοίγεις | μισάνοιγε | |
γ' ενικ. | μισανοίγει | μισάνοιγε | θα μισανοίγει | να μισανοίγει | ||
α' πληθ. | μισανοίγουμε | μισανοίγαμε | θα μισανοίγουμε | να μισανοίγουμε | ||
β' πληθ. | μισανοίγετε | μισανοίγατε | θα μισανοίγετε | να μισανοίγετε | μισανοίγετε | |
γ' πληθ. | μισανοίγουν(ε) | μισάνοιγαν μισανοίγαν(ε) |
θα μισανοίγουν(ε) | να μισανοίγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μισάνοιξα | θα μισανοίξω | να μισανοίξω | μισανοίξει | ||
β' ενικ. | μισάνοιξες | θα μισανοίξεις | να μισανοίξεις | μισάνοιξε | ||
γ' ενικ. | μισάνοιξε | θα μισανοίξει | να μισανοίξει | |||
α' πληθ. | μισανοίξαμε | θα μισανοίξουμε | να μισανοίξουμε | |||
β' πληθ. | μισανοίξατε | θα μισανοίξετε | να μισανοίξετε | μισανοίξτε | ||
γ' πληθ. | μισάνοιξαν μισανοίξαν(ε) |
θα μισανοίξουν(ε) | να μισανοίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μισανοίξει | είχα μισανοίξει | θα έχω μισανοίξει | να έχω μισανοίξει | ||
β' ενικ. | έχεις μισανοίξει | είχες μισανοίξει | θα έχεις μισανοίξει | να έχεις μισανοίξει | ||
γ' ενικ. | έχει μισανοίξει | είχε μισανοίξει | θα έχει μισανοίξει | να έχει μισανοίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε μισανοίξει | είχαμε μισανοίξει | θα έχουμε μισανοίξει | να έχουμε μισανοίξει | ||
β' πληθ. | έχετε μισανοίξει | είχατε μισανοίξει | θα έχετε μισανοίξει | να έχετε μισανοίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν μισανοίξει | είχαν μισανοίξει | θα έχουν μισανοίξει | να έχουν μισανοίξει |
|