Ετυμολογία

επεξεργασία
μισανοίγω < μισ- (<μισός) + ανοίγω

μισανοίγω

  1. ανοίγω κατά το ήμισυ ή λίγο, όχι εντελώς
     αντώνυμα: μισοκλείνω
  2. (για φυτά) αρχίζω να βλασταίνω ή να βγάζω φύλλα ή να μπουμπουκιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία