Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουμπουκιάζω < μπουμπούκι + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

μπουμπουκιάζω

  1. (κυριολεκτικά, βοτανική) βγάζω μπουμπούκια
  2. (μεταφορικά) ακμάζω, θάλλω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία