Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουμπουκιάζω < μπουμπούκι + -ιάζω

μπουμπουκιάζω

  1. (κυριολεκτικά, βοτανική) βγάζω μπουμπούκια
  2. (μεταφορικά) ακμάζω, θάλλω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία