ακμάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακμάζω < αρχαία ελληνική ἀκμάζω
Ρήμα
επεξεργασίαακμάζω, πρτ.: άκμαζα, στ.μέλλ.: θα ακμάσω, αόρ.: άκμασα και ήκμασα
- φτάνω στο ανώτερο και ακραίο σημείο της ανάπτυξής μου, βρίσκομαι στην ακμή μου (για πολιτισμούς, χώρες, οικονομίες κλπ)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακμάζω | άκμαζα | θα ακμάζω | να ακμάζω | ακμάζοντας | |
β' ενικ. | ακμάζεις | άκμαζες | θα ακμάζεις | να ακμάζεις | άκμαζε | |
γ' ενικ. | ακμάζει | άκμαζε | θα ακμάζει | να ακμάζει | ||
α' πληθ. | ακμάζουμε | ακμάζαμε | θα ακμάζουμε | να ακμάζουμε | ||
β' πληθ. | ακμάζετε | ακμάζατε | θα ακμάζετε | να ακμάζετε | ακμάζετε | |
γ' πληθ. | ακμάζουν(ε) | άκμαζαν ακμάζαν(ε) |
θα ακμάζουν(ε) | να ακμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άκμασα | θα ακμάσω | να ακμάσω | ακμάσει | ||
β' ενικ. | άκμασες | θα ακμάσεις | να ακμάσεις | άκμασε | ||
γ' ενικ. | άκμασε | θα ακμάσει | να ακμάσει | |||
α' πληθ. | ακμάσαμε | θα ακμάσουμε | να ακμάσουμε | |||
β' πληθ. | ακμάσατε | θα ακμάσετε | να ακμάσετε | ακμάστε | ||
γ' πληθ. | άκμασαν ακμάσαν(ε) |
θα ακμάσουν(ε) | να ακμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακμάσει | είχα ακμάσει | θα έχω ακμάσει | να έχω ακμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακμάσει | είχες ακμάσει | θα έχεις ακμάσει | να έχεις ακμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακμάσει | είχε ακμάσει | θα έχει ακμάσει | να έχει ακμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακμάσει | είχαμε ακμάσει | θα έχουμε ακμάσει | να έχουμε ακμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακμάσει | είχατε ακμάσει | θα έχετε ακμάσει | να έχετε ακμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακμάσει | είχαν ακμάσει | θα έχουν ακμάσει | να έχουν ακμάσει |
|