Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἀκμάζω < ἀκμή

  ΡήμαΕπεξεργασία

ἀκμάζω (μεταγενέστερο: ἀκκιοῦμαι)

  1. είμαι σε άνθιση, ακμάζω
  2. είμαι ώριμος
  3. (ιατρική) για κάτι που βρίσκεται στο αποκορύφωμα μιας νόσου, π.χ. ακμάζει ο πυρετός


Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία