ἀκμάζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀκμάζω < ἀκμή
Ρήμα επεξεργασία
ἀκμάζω (μεταγενέστερο: ἀκκιοῦμαι)
- είμαι σε άνθιση, ακμάζω
- είμαι ώριμος
- (ιατρική) για κάτι που βρίσκεται στο αποκορύφωμα μιας νόσου, π.χ. ακμάζει ο πυρετός