ἀκμή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀκμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ- (κοφτερός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀκμή θηλυκό
- η άκρη, η αιχμή, η κόψη
- η ακμή, το υψηλότερο σημείο της ανάπτυξης, το αποκορύφωμα, το απόγειο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 461a
- Ἀμφοτέρων γοῦν, ἔφη, αὕτη ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως.
- Πραγματικώς, αυτός είναι ο καιρός και για τους δυο, που βρίσκεται στη μεγαλύτερη ακμή του και το σώμα τους και το μυαλό τους.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Ἀμφοτέρων γοῦν, ἔφη, αὕτη ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 2.1
- Ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ ἦρος, πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι, Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν
- Την ίδια, περίπου, εποχή της άνοιξης, προτού αρχίσει να ωριμάζει το σιτάρι, οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί τους έκαναν εισβολή στην Αττική.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ ἦρος, πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι, Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 1, 24.5
- Ταῦτα καταπράξας ἐν ἀκμῇ ἤδη τοῦ χειμῶνος ἐς τὴν Μιλυάδα καλουμένην χώραν ἐσβάλλει, ἥ ἐστι μὲν τῆς μεγάλης Φρυγίας, ξυνετέλει δὲ ἐς τὴν Λυκίαν τότε, οὕτως ἐκ βασιλέως μεγάλου τεταγμένον.
- Αφού τακτοποίησε όλα αυτά τα ζητήματα, στην καρδιά του χειμώνα εισέβαλε στην περιοχή που ονομάζεται Μιλυάδα, η οποία, αν και ανήκει στη Μεγάλη Φρυγία, υπαγόταν τότε διοικητικά στη Λυκία κατά διαταγή του Μεγάλου Βασιλέως.
- Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
- Ταῦτα καταπράξας ἐν ἀκμῇ ἤδη τοῦ χειμῶνος ἐς τὴν Μιλυάδα καλουμένην χώραν ἐσβάλλει, ἥ ἐστι μὲν τῆς μεγάλης Φρυγίας, ξυνετέλει δὲ ἐς τὴν Λυκίαν τότε, οὕτως ἐκ βασιλέως μεγάλου τεταγμένον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 461a
- ο πιο κατάλληλος καιρός, για να γίνει κάτι
- το κρισιμότερο σημείο, η αποφασιστική καμπή μιας υποθέσεως
- (ιατρική) εξανθήματα του προσώπου συνήθως κατά την εφηβική ηλικία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ἀκμ-
ἀκμ-
- ἀκμάδιον
- ἀκμαῖος
- ἀκμαίως (επίρρημα)
- ἀκμαστής
- ἀκμαστικός
- ἀκμάζω
- ἀκμήν (επίρρημα)
- ἀκμηνός
- ἀκμητεί
- ἀκμήτης
- ἀκμόνιον
- ἀκμοθέτης
- ἀκμόθετον
- ἀνακμαστικός
- ἀνακμάζω
- ἀπακμάζω
- ἀπακμή
- ἐξακμάζω
- ἐνακμάζω
- ἔνακμος
- ἐπακμαστικός
- ἐπακμάζω
- ἔπακμος
- παρακμαστικός
- παρακμάζω
- παρακμή
- προακμάζω
- συμπαρακμάζω
- συνακμάζω
- ὑπακμάζω
- ὑπερακμάζω
- ὑπέρακμος
- χαρακμή
Δε σχετίζονται: ἀκμής, ἄκμητος.
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ-
Πηγές
επεξεργασία- ἀκμή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκμή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.