καμπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπή | οι | καμπές |
γενική | της | καμπής | των | καμπών |
αιτιατική | την | καμπή | τις | καμπές |
κλητική | καμπή | καμπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμπή < αρχαία ελληνική καμπή < κάμπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπή θηλυκό
- το σημείο στο οποίο μία γραμμή κάμπτεται, καμπυλώνεται και αλλάζει διεύθυνση
- (μεταφορικά) κρίσιμη χρονική περίοδος κατά την οποία επέρχονται σημαντικές αλλαγές
- Στο ερώτημα «να ζει κανείς ή να μη ζει;», μόνο ο Αμλετ (και όσοι σε κάποια καμπή του βίου τους παίρνουν αμλέτειες διαδρομές) έβλεπε δυνατές και λογικές και τις δύο απαντήσεις, την καταφατική και την αρνητική. (Παντελής Μπουκάλας, "Ο Αμλετ και το ευρώ", εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 9 Νοεμβρίου 2011)