turning point
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
turning point | turning points |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαturning point (en)
- το σημείο καμπής, η καμπή· γεγονός, ή χρονική στιγμή ή περίοδος, που σηματοδοτεί κρίσιμες ή σπουδαίες μεταβολές
Πηγές
επεξεργασία- turning point - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 410. ISBN 9780194325684., λήμμα: καμπή