point
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
point | points |
point (en)
- (μετρήσιμο) το σημείο, το επιχείρημα, η θέση, κάτι που λέει ή γράφει κάποιος για να πει τη γνώμη του ή να δηλώσει ένα γεγονός
- ↪ We disagree on this point.
- Σ' αυτό το σημείο διαφωνούμε.
- ↪ You are right on all points.
- Έχεις δίκιο σ' όλα τα σημεία.
- ↪ Let me explain this theory point by point.
- Να εξηγήσω αυτή τη θεωρία σημείο προς σημείο.
- ↪ He has a point.
- Το επιχείρημα που θέτει έχει βάση/είναι ορθό. (Έχει ένα/κάποιο δίκιο.)
- ↪ I'd like to better understand the point you're making here.
- Θα ήθελα να καταλάβω καλύτερα το επιχείρημά που θέτεις/τη θέση που υποστηρίζεις εδώ.
- ↪ We disagree on this point.
- (μετρήσιμο, συνήθως the point), η ουσία, το θέμα, η άποψη, η θέση, το επιχείρημα, η κύρια ή πιο σημαντική ιδέα που λέγεται ή γίνεται
- ↪ We're missing the point, we're getting off-topic.
- Χάνουμε την ουσία, βγαίνουμε εκτός θέματος.
- ↪ His remarks lack any point.
- Οι παρατηρήσεις του στερούνται ουσίας.
- ↪ The point is we should learn to evolve.
- Η ουσία είναι ότι πρέπει να μάθουμε να εξελισσόμαστε./Το θέμα είναι να φροντίσουμε να εξελιχθούμε.
- ↪ That’s the point.
- Αυτό είναι το θέμα.
- ↪ Most of what he said had no relationship to the point.
- Τα περισσότερα απ' ό,τι είπε δεν είχαν σχέση με το θέμα.
- ↪ Will he ever get to the point?
- Θα έλθει ποτέ στο θέμα;
- ↪ I don’t exactly understand your point.
- Δεν αντιλαμβάνομαι ακριβώς ποια είναι η άποψή σου.
- ↪ What is your point?
- Ποιο είναι το επιχείρημά σου/η θέση σου (ακριβώς); (τι θες να πεις/εννοείς ακριβώς;)
- ↪ The point that I’m trying to make is that…
- Εκείνο που προσπαθώ ν' αποδείξω είναι ότι…
- ↪ We're missing the point, we're getting off-topic.
- (μη μετρήσιμο) ο σκοπός, η νόημα
- ↪ What is the point of this action?
- Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της ενέργειας;
- ↪ There's no point talking to them.
- Δεν έχει νόημα να πάμε να τους μιλήσουμε/να τους μιλάμε.
- ↪ I missed the point of the story.
- Δεν έπιασα το νόημα της ιστορίας.
- ↪ What is the point of this action?
- (μετρήσιμο) η λεπτομέρεια
- (μετρήσιμο) το σημείο, η στιγμή, το όριο, σε συγκεκριμένο χρόνο ή στάδιο ανάπτυξης
- ↪ The negotiations reached a point where no one knew how to go forward or retract back either
- Οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε ένα τέτοιο σημείο όπου κανείς δε γνώριζε πλέον ούτε πώς να προχωρήσει περαιτέρω ούτε πως να αναθεωρήσει [τη θέση του].
- ↪ At that point he stopped talking and stared at us.
- Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε να μιλά και μας κοίταξε έντονα.
- ↪ As the load on the support kept increasing, it eventually reached its breaking point and gave in.
- Καθώς το φορτίο που δεχόταν το στήριγμα συνέχισε να αυξάνεται, στο τέλος έφτασε το όριο θραύσης του και αυτό [το στήριγμα] υποχώρησε.
- ↪ The negotiations reached a point where no one knew how to go forward or retract back either
- (μετρήσιμο) το σημείο, σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή περιοχή
- ↪ at the point where the road branches - στο σημείο όπου ο δρόμος διακλαδίζεται
- ↪ Where is the nearest point where I can park?
- Πού είναι το πλησιέστερο σημείο όπου μπορώ να παρκάρω;
- (μετρήσιμο) το σημείο του ορίζοντα, ένα σημάδι μιας κατεύθυνσης σε μια πυξίδα
- ↪ the points of the compass/the cardinal points - τα σημεία του ορίζοντα
- ≈ συνώνυμα: cardinal point
- (μετρήσιμο) ο βαθμός, ο πόντος, το ποσοστό μέτρησης που κερδίζεται σε παιχνίδι ή άθλημα
- ↪ Let's try to score some points.
- Ας προσπαθήσουμε να κερδίσουμε κάποιους βαθμούς/να πάρουμε κάποιους πόντους.
- ↪ Let's try to score some points.
- (μετρήσιμο) το σημείο, η μονάδα, ένα σημάδι σε μια κλίμακα μέτρησης
- ↪ The water was heated until it reached boiling point.
- Το νερό ζεστάθηκε ώσπου έφθασε στο σημείο βρασμού.
- ↪ Yesterday the stock market rose three points.
- Χτες το χρηματηστήριο ανέβηκε τρεις μονάδες.
- ↪ The water was heated until it reached boiling point.
- (μετρήσιμο) ο πόντος, μια μονάδα για ένα βραβείο ή όφελος
- ↪ I am redeeming my points and earning euros.
- Εξαργυρώνω τους πόντους μου και κερδίζω ευρώ.
- ↪ I am redeeming my points and earning euros.
- (μετρήσιμο) η άκρη, η μύτη
- (μετρήσιμο) το ακρωτήριο, το τμήμα της ξηράς που εισέρχεται βαθιά στη θάλασσα
- ↪ We continued sailing by doubling the point.
- Συνεχίσαμε την πλεύση καβατζάροντας το ακρωτήρι.
- ↪ We continued sailing by doubling the point.
- (μετρήσιμο, μαθηματικά) η υποδιαστολή, το κόμμα, το σημείο που χωρίζει τους δεκαδικούς από τους ακέραιους αριθμούς (τελεία) στις αγγλοσαξονικές χώρες
- ↪ (προφορικό) five point two - πέντε κόμμα δύο (5.2 ή 5,2 αντίστοιχα)
- ↪ The decimal point was moved two digits to the right.
- Η υποδιαστολή μετακινήθηκε δύο ψηφία δεξιά.
- (μόνο στον πληθυντικό, βρετανική σημασία) το κλειδί του σιδηροδρόμου
- ↪ The train crossed the points.
- Το τρένο διέσχισε τα κλειδιά.
- ≈ συνώνυμα: switch (αμερικανική σημασία)
- ↪ The train crossed the points.
- (μη μετρήσιμο, τυπογραφία) η στιγμή, η μονάδα μεγέθους στοιχείων γραμματοσειρών, ίση με το 1/72 της ίντσας
- ↪ This is a five-point type.
- Αυτό είναι ένα (τυπογραφικό) στοιχείο μεγέθους πέντε στιγμών.
- ↪ a book printed with a 10 point font - ένα βιβλίο τυπωμένο με στοιχεία των 10 στιγμών
- ↪ This is a five-point type.
- (μετρήσιμο, μαθηματικά, γεωμετρία) το σημείο
- ↪ There's an infinite number of points in a line.
- Υπάρχουν άπειρα σημεία σε μία γραμμή.
- ↪ The two lines intersect at point X.
- Οι δυο γραμμές τέμνονται στο σημείο Χ.
- ↪ There's an infinite number of points in a line.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | point |
γ΄ ενικό ενεστώτα | points |
αόριστος | pointed |
παθητική μετοχή | pointed |
ενεργητική μετοχή | pointing |
point (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) δείχνω, κινώ το χέρι, το δάχτυλο μου ή κάτι που κρατάω για να κατευθύνω το βλέμμα κάποιου σε κάτι προς το οποίο θέλω να στρέψω την προσοχή του
- ↪ It is rude to point at others.
- Είναι αγένεια να δείχνεις τους άλλους.
- ↪ He pointed to a spot on the ceiling.
- Έδειξε μια κηλίδα στο ταβάνι.
- ↪ He pointed at me with his stick.
- Με έδειξε με το μπαστούνι του.
- ↪ They were pointing towards us.
- Έδειχναν προς το μέρος μας.
- ↪ It is rude to point at others.
- (μεταβατικό) γυρίζω, στρέφω, στρίβω, στοχεύω κάτι σε κάποιον ή κάτι
- ↪ He pointed his gun at me.
- Γύρισε το όπλο του εναντίον μου.
- ↪ I am pointing a telescope at the moon.
- Γυρίζω ένα τηλεσκόπιο προς το φεγγάρι.
- ↪ The firefighters pointed their hoses at the flames.
- Οι πυροσβέστες γύρισαν τις μάνικες προς τις φλόγες.
- ↪ He pointed his flashlight at me.
- Γύρισε το φακό του καταπάνω μου.
- ↪ He pointed the gun at her, and then shot.
- Έστρεψε το όπλο προς αυτήν και μετά την πυροβόλησε.
- ↪ She pointed her binoculars at the stage.
- Έστρεψε τα κιάλια της στη σκηνή.
- ↪ He pointed the car towards the exit.
- Έστριψε το αμάξι προς την έξοδο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη aim
- ↪ He pointed his gun at me.
- (αμετάβατο) δείχνω, αντικρίζω ή κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ↪ The compass points north.
- Η πυξίδα δείχνει βόρεια.
- ↪ There are signs pointing to the exit.
- Υπάρχουν πινακίδες που δείχνουν την έξοδο.
- ↪ The compass points north.
- (μεταβατικό) παραπέμπω, δείχνω σε κάποιον ποιον δρόμο να ακολουθήσει ή με ποιον να μιλήσει
- ↪ He pointed me to you as you're the expert.
- Με παρέπεμψε προς σ' εσένα καθώς είσαι ο ειδικός.
- ↪ He pointed me to you as you're the expert.
- δημιουργώ ή προσθέτω αιχμή ή μύτη
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- point (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- point (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26, 209, 499, 579, 787-788. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη, δείχνω, λεπτομέρεια, μύτη, σημείο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
point | points |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpoint (fr) αρσενικό
- (μαθηματικά) το σημείο
- (σημείο στίξης) η τελεία
- ↪ point final (η τελεία στο τέλος ενός κειμένου)
- (μεταφορικά) Point final ! : τέρμα και τελείωσε (όταν σταματάμε κάτι χρονοβόρο)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- point - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé