breaking point
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαbreaking point (en) (μη μετρήσιμο)
- το απροχώρητο, η στιγμή που τα προβλήματα γίνονται τόσο μεγάλα που ένα πρόσωπο, ένας οργανισμός ή ένα σύστημα δεν μπορεί πια να τα αντιμετωπίσει
- ⮡ The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
- Η αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο απροχώρητο.
- ⮡ She claimed she killed him because, with his blackmailing, he had brought her to the breaking point.
- Ισχυρίστηκε ότι τον σκότωσε, γιατί με τους εκβιασμούς του την είχε φέρει στο απροχώρητο.
- ⮡ The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.