breaking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαbreaking (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
breaking | breakings |
breaking (en)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- breaking στην αγγλική Βικιπαίδεια