breaking news
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
breaking news (en) πληθυντικός
- γεγονότα εν εξελίξει (κυριολεκτικά), έκτακτες ειδήσεις (απόδοση στα ελληνικά)
Αναφορές επεξεργασία
- breaking news - Cambridge Dictionary.org