break
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαbreak < (κληρονομημένο) μέση αγγλική breken < αγγλοσαξονική brecan
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
break | breaks |
break (en)
- η διακοπή, το διάλειμμα, η ανάσα, η ανάπαυλα, ένα σύντομο χρονικό διάστημα όταν σταματώ αυτό που κάνω και ξεκουράζομαι, τρώω κτλ.
- το διάλειμμα, μια χρονική περίοδος που κάτι σταματά πριν ξαναρχίσει
- οι διακοπές
- (μόνο ενικός) η ρήξη, η στιγμή που μια κατάσταση ή μια σχέση που υπάρχει για ένα διάστημα αλλάζει, τελειώνει ή διακόπτεται
- ⮡ a break with/from the past - ρήξη με το παρελθόν
- ⮡ a break in diplomatic relations - ρήξη διπλωματικών σχέσεων
- το διάκενο, η τρύπα, ένα κενό ή ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | break |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks |
αόριστος | broke |
παθητική μετοχή | broken |
ενεργητική μετοχή | breaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
break (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σπάζω, σπάω, είναι καταστραμμένο και διαιρεμένο σε δύο ή περισσότερα μέρη, ως αποτέλεσμα της δύναμης· κάτι βλάπτω με αυτόν τον τρόπο
- ⮡ The rope broke under the strain.
- Το σκοινί έσπασε από το τέντωμα.
- ⮡ It breaks like glass.
- Σπάζει σα γυαλί.
- ⮡ I broke my hand/my spine.
- Έσπασα το χέρι μου/τη σπονδυλική μου στήλη.
- ⮡ The rope broke under the strain.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διακόπτω, σταματάω να κάνω κάτι για λίγο, ειδικά για να φάω ή να πιω
- ⮡ Let's break for tea.
- Ας διακόψουμε για τσάι.
- ⮡ Let's break for tea.
- (μεταβατικό) σπάζω, διακόπτω, ανακόπτω, σταματάω κάτι για να τελειώσει ξαφνικά
- ⮡ You will break the habit.
- Θα σπάσεις τη συνήθεια.
- ⮡ We broke tradition.
- Σπάσαμε την παράδοση.
- ⮡ He broke his silence.
- Έσπασε/Διέκοψε τη σιωπή του.
- ⮡ The bushes broke his fall.
- Οι θάμνοι ανέκοψαν την πτώση του.
- ⮡ You will break the habit.
- (μεταβατικό) σπάζω, κάνω κάτι να τελειώνει με το ζόρι
- ⮡ Management has not succeeded in breaking the strike.
- Η διοίκηση δεν έχει καταφέρει να σπάσει την απεργία.
- ⮡ Management has not succeeded in breaking the strike.
- (μεταβατικό) διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιον
- ⮡ She broke ties with all her friends.
- Διέκοψε τις σχέσεις με όλους τους φίλους της.
- ⮡ She broke ties with all her friends.
- (αμετάβατο) το σκάω, καταφέρνω να ξεφύγω από μια θέση στην οποία με έχουν πιάσει
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σπάζω, καταστρέφω κάτι ή κάνω κάποιον ή κάτι πιο αδύναμο· αδυνατίζω ή καταστρέφομαι
- ⮡ They broke his will/spirit.
- Έσπασαν τη θέληση/το πνεύμα του.
- ⮡ He broke under the torture.
- Έσπασε κάτω από τα βασανιστήρια.
- ⮡ They broke his will/spirit.
- (αμετάβατο) χαράζω, για τη μέρα, την αυγή· ξεσπώ, για καταιγίδα
- ⮡ He left before the day broke.
- Έφυγε πριν χαράξει η μέρα.
- ⮡ Dawn was breaking when…
- Χάραζε η αυγή όταν…
- ⮡ The sky darkened dramatically before the storm broke.
- Ο ουρανός σκοτείνιασε δραματικά πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.
- ⮡ He left before the day broke.
- (μεταβατικό) σκάω, είμαι ο πρώτος που λέω σε κάποιον νέα
- ⮡ He broke the news about the merger of the two banks.
- Έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
- ⮡ He broke the news about the merger of the two banks.
- (αμετάβατο) σκάω, για κύματα
- ⮡ The wave breaks on the cliff.
- Το κύμα σκάει στο βράχο.
- ⮡ The wave breaks on the cliff.
- (μεταβατικό) χαλάω, αλλάζω νόμισμα με μικρότερης αξίας νομίσματα
- ⮡ Can you break one twenty into singles for me?
- Έχετε να μου χαλάσετε ένα εικοσάρικο σε μονόευρα;
- ⮡ Can you break one twenty into singles for me?
Σύνθετα
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'break' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'break' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά:
Πηγές
επεξεργασία- break (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- break (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53, 223. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάπαυλα, διάλειμμα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
break | breaks |
break (fr) αρσενικό
- το διάλειμμα