break off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | break off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks off |
αόριστος | broke off |
παθητική μετοχή | broken off |
ενεργητική μετοχή | breaking off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbreak off (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κόβω, αποσπώ, σπάζω, αποχωρίζω κάτι με δύναμη
- ⮡ He broke a branch off of the tree.
- Έκοψε ένα κλαδί από το δέντρο.
- ⮡ Due to the seismic tremors, volumes of earth broke off from the slopes of the hill.
- Από τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου.
- ⮡ The handle of the jug broke off.
- Έσπασε το χέρι της κανάτας.
- ⮡ He broke a branch off of the tree.
- (αμετάβατο) σταματώ, διακόπτω, σταματώ να μιλάω ή να κάνω κάτι για λίγο
- ⮡ He abruptly broke off in the middle of his speech.
- Σταμάτησε/Διέκοψε απότομα στη μέση της ομιλίας του.
- ⮡ He abruptly broke off in the middle of his speech.
- (μεταβατικό) διαλύω, τελειώνω κάτι απότομα
- ⮡ They broke off their engagement.
- Διέλυσαν τον αρραβώνα τους.
- ⮡ They broke off their engagement.