ενεστώτας break off
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks off
αόριστος broke off
παθητική μετοχή broken off
ενεργητική μετοχή breaking off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
break off < → δείτε τις λέξεις break και off

break off (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κόβω, αποσπώ, σπάζω, αποχωρίζω κάτι με δύναμη
    ⮡  He broke a branch off of the tree.
    Έκοψε ένα κλαδί από το δέντρο.
    ⮡  Due to the seismic tremors, volumes of earth broke off from the slopes of the hill.
    Από τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου.
    ⮡  The handle of the jug broke off.
    Έσπασε το χέρι της κανάτας.
  2. (αμετάβατο) σταματώ, διακόπτω, σταματώ να μιλάω ή να κάνω κάτι για λίγο
    ⮡  He abruptly broke off in the middle of his speech.
    Σταμάτησε/Διέκοψε απότομα στη μέση της ομιλίας του.
  3. (μεταβατικό) διαλύω, τελειώνω κάτι απότομα
    ⮡  They broke off their engagement.
    Διέλυσαν τον αρραβώνα τους.