off
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
off (en)
- μακριά
- εκτός λειτουργίας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- off < (άμεσο δάνειο) αγγλική off
ΕπίθετοΕπεξεργασία
off (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (στη ραδιοφωνία ή την τηλεόραση) κρυφός, που δεν ακούγεται ή λέγεται δημόσια
- (λέγεται για) κάτι που ακούγεται χωρίς να φαίνεται αυτός που το λέει