Δείτε επίσης: off-shore, off shore

Ετυμολογία

επεξεργασία
offshore < off- + shore

offshore (en) (χωρίς παραθετικά, συνήθως πριν από το ουσιαστικό)

  1. παράκτιος, που συμβαίνει ή υπάρχει στη θάλασσα άλλα σε μικρή απόσταση από την ακτή
      offshore islands - παράκτια νησιά
      offshore fishing - παράκτια αλιεία
  2. απόγειος, για ανέμους που πνέουν από τη στεριά προς τη θάλασσα
      an offshore breeze - απόγειος αύρα
     αντώνυμα: onshore



Ετυμολογία

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
offshore offshore

offshore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που βρίσκεται μακριά από τις ακτές, υπεράκτιος
  2. (οικονομία) που δραστηριοποιείται σε χώρα διαφορετική από την δική του για να επωφελείται από καλύτερες φορολογικές, τραπεζικές, κ.α. συνθήκες

Άλλες γραφές

επεξεργασία