offshore
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- offshore < άμεσο δάνειο από την αγγλική offshore
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
offshore | offshore |
offshore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που βρίσκεται μακριά από τις ακτές, υπεράκτιος
- (οικονομία) που δραστηριοποιείται σε χώρα διαφορετική από την δική του για να επωφελείται από καλύτερες φορολογικές, τραπεζικές, κ.α. συνθήκες