απόγειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απόγειος | η | απόγεια | το | απόγειο |
γενική | του | απόγειου | της | απόγειας | του | απόγειου |
αιτιατική | τον | απόγειο | την | απόγεια | το | απόγειο |
κλητική | απόγειε | απόγεια | απόγειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απόγειοι | οι | απόγειες | τα | απόγεια |
γενική | των | απόγειων | των | απόγειων | των | απόγειων |
αιτιατική | τους | απόγειους | τις | απόγειες | τα | απόγεια |
κλητική | απόγειοι | απόγειες | απόγεια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόγειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόγειος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.ʝi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐γει‐ος
Επίθετο
επεξεργασίααπόγειος, -α, -ο (θηλυκό και απόγειος)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ απόγειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας