Δείτε επίσης: ξερά
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ξηρά
      γενική της ξηράς
    αιτιατική την ξηρά
     κλητική ξηρά
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ξηρά < λόγιο ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξηρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξηρά θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

ξηρά < ξηρ(ός) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

ξηρά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ξηρά

  1. (λόγιο) θηλυκό του ξηρός στην ονομαστική και κλητική του ενικού
    ⮡  ξηρά τροφή
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξηρό, ουδέτερο του ξηρός