ξηρά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξηρά | ||
γενική | της | ξηράς | ||
αιτιατική | την | ξηρά | ||
κλητική | ξηρά | |||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξηρά < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξηρός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξηρά θηλυκό, μόνο στον ενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ξηρά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ξηρά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ξηρά
- (καθαρεύουσα) θηλυκό του ξηρός στην ονομαστική και κλητική του ενικού
- ξηρό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού