ξερά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐ρά
- τονικό παρώνυμο: ξέρα
Επίρρημα
επεξεργασίαξερά
- απότομα, με άσχημο τρόπο που αποτρέπει τις συζητήσεις και τις αμφισβητήσεις, χωρίς ευγένεια, κοφτά
- χωρίς συναισθήματα, στεγνά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξερό, ουδέτερο του ξερός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαξερά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξερό
- ⮡ πάρ' τα ξερά σου από πάνω μου