Δείτε επίσης: Ξέρα, ξερά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξέρα οι ξέρες
      γενική της ξέρας
    αιτιατική την ξέρα τις ξέρες
     κλητική ξέρα ξέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέρα < λείπει η ετυμολογία
 
Ξέρες μπροστά σε ακτή.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkse.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξέ‐ρα
τονικό παρώνυμο: ξερά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξέρα θηλυκό

  1. (γεωγραφία) βραχώδης αβαθής βυθός ή βράχος που μόλις σκεπάζεται από τη θάλασσα ή που εξέχει λίγο από αυτήν
    ※  Λέω να σταθούμε στα κουπιά τη νύχτα, μην πέσουμε σε καμιά ξέρα. (Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, γ΄ τόμος, Αθήνα 2003)
     συνώνυμα: ύφαλος, σκόπελος, πάγκος
  2. ξηρασία, αναβροχιά
    ※  Ἔξω ξέρα καὶ πτωχειά, μέσα δρόσος καὶ βλογιά. (Δημοτικό τραγούδι από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, από το βιβλίο Tραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Greciae recentioris, edidit Arnoldus Passow, Lipsiae in aedibus B.G. Teubneri, 1860)
  3. ξηρός τόπος
    ※  Κ' ἔμεινε ἡ γῆ καθὼς εἶταν, ὁλόγυμνη, ξέρα, νεκρίλα. (Κωστής Παλαμάς, Ὁμηρικοὶ ὕμνοι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία