αναβροχιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναβροχιά | οι | αναβροχιές |
γενική | της | αναβροχιάς | των | αναβροχιών |
αιτιατική | την | αναβροχιά | τις | αναβροχιές |
κλητική | αναβροχιά | αναβροχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααναβροχιά θηλυκό
- (μετεωρολογία) η έλλειψη ή σημαντική μείωση βροχής, ή το χρονικό διάστημα αυτής της έλλειψης
Εκφράσεις
επεξεργασία- στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι : καλύτερο αυτό (για κάτι που δεν είναι το απολύτως επιθυμητό) από το τίποτα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναβροχιά