ξηρασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξηρασία | οι | ξηρασίες |
γενική | της | ξηρασίας | των | ξηρασιών |
αιτιατική | την | ξηρασία | τις | ξηρασίες |
κλητική | ξηρασία | ξηρασίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξηρασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξηρασία θηλυκό
- (μετεωρολογία) μεγάλη περίοδος με ανεπαρκείς (έως καθόλου) βροχές, αναβροχιά