βροχή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βροχή | οι | βροχές |
γενική | της | βροχής | των | βροχών |
αιτιατική | τη | βροχή | τις | βροχές |
κλητική | βροχή | βροχές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βροχή < ελληνιστική κοινή βροχή < βρέχω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾɔˈçi/
- συλλαβισμός : βρο‐χή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βροχή θηλυκό
- (μετεωρολογία) μορφή υετού, σταγόνες νερού που πέφτουν από τα σύννεφα
- (μεταφορικά) παρόμοια γεγονότα που συμβαίνουν σε μεγάλο αριθμό μέσα σε μικρό διάστημα
- ο υπουργός δέχτηκε μια βροχή κατηγοριών για τις κυνικές δηλώσεις του
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (τώρα μόνο) μια βροχή θα μας σώσει: οικεία έκφραση που εκφέρεται συνήθως σε καταστάσεις απελπισίας
- ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται: παροιμιακή έκφραση που δείχνει ότι πλέον δεν μπορεί να προκληθεί περισσότερος φόβος ή ζημιά
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καιρικό φαινόμενο
|
|