ψιλοβρόχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψιλοβρόχι | τα | ψιλοβρόχια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψιλοβρόχι | τα | ψιλοβρόχια |
κλητική | ψιλοβρόχι | ψιλοβρόχια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψιλοβρόχι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ψιλόβροχο