ψιλόβροχο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psiˈlo.vɾo.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λό‐βρο‐χο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψιλόβροχο ουδέτερο
- (μετεωρολογία, οικείο) ψιλή βροχή, αραιές σταγόνες για μικρό χρονικό διάστημα
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- μπαχάρ (ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ψιλόβροχο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας